κατάμεστος

κατάμεστος
-η, -ο
ο εντελώς γεμάτος: Η αίθουσα ήταν κατάμεστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάμεστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάμεστος — η, ο (AM κατάμεστος, ον) αυτός που είναι πολύ γεμάτος με κάτι (α. «το θέατρο ήταν κατάμεστο» β. «κοτύλη κατάμεστος οἴνης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μεστος (< μεστός «πλήρης»), πρβλ. ανά μεστος, επί μεστος] …   Dictionary of Greek

  • κατάμεστον — κατάμεστος masc/fem acc sg κατάμεστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάμεστοι — κατάμεστος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμέστιος — καταμέστιος, ον (Α) (ποιητ. τ.) κατάμεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. τού κατάμεστος] …   Dictionary of Greek

  • διάμεστος — διάμεστος, ον (Α) [μεστός] κατάμεστος …   Dictionary of Greek

  • διάπλεως — διάπλεως, ων και διάπλεος, ον (AM) 1. υπερπλήρης, κατάμεστος 2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταμεστώ — καταμεστῶ, όω (Α) [κατάμεστος] γεμίζω εντελώς κάτι …   Dictionary of Greek

  • ολόμεστος — η, ο (Μ ὁλόμεστος, ον) νεοελλ. τελείως γεμάτος, ολόγεμος, κατάμεστος μσν. (για οστά) συμπαγής, χωρίς κοιλότητα και χωρίς μυελό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μεστός «γεμάτος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”